φυλογόνος

φυλογόνος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
ζωολ. αυτός που γεννάει άτομα εγγενή, έμφυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. νοσο-γόνος, σμηγματο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”